λιθοξόοι

λιθοξόοι
λιθοξόος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… …   Dictionary of Greek

  • καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Λαουράνα, Φραντσέσκο — (Francesco Laurana, Βράνα, Ιταλία 1430; – Αβινιόν, Γαλλία 1502). Ιταλός γλύπτης. Εργάστηκε στη Νάπολη, στο Ουρμπίνο, στη Σικελία και στη Γαλλία. Για πρώτη φορά αναφέρεται το 1453 μεταξύ των καλλιτεχνών που κατασκεύαζαν στη Νάπολη τη γλυπτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”